- ὑπερβολία
- ὑπερβολ-ία· ὕβρις, κόρος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερβολία — και ὑπερβολίη, ἡ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «κόρος» β) «ὕβρις» 2. (δοτ. εν. ως επίρρ.) ὑπερβολίῃ υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβολή, κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
ԳԵՐԱԶԱՆՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0543 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 11c, 12c, 13c գ. ὐπερβολή, ὐπερβολία, ὐπεροχή exsuperatio, excessus, excellentia Անցումն զանցումն. գերագունութիւն. առաւելութիւն. մեծութիւն. անչափութիւն, կամ անցանելն ըստ չափ. *Ըստ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)